- ολόβηρος
- ὁλόβηρος, -ον (ΑΜ)μσν.αυτός που έχει πορφυρό χρώμααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόβηροντο γνήσιο πορφυρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. holovērus «ολοπόρφυρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
оловиръ — ОЛОВИР|Ъ (1*), А с. ὀλόβηρος Драгоценная ткань: кожюхъ же ѡловира Грѣцького и крѹживы || златыми плоскоми [в др. сп. плоскыми] ѡшитъ. ЛИ ок. 1425, 273–273 об. (1252) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλαβέρα — η ύφασμα τού Πόντου μεταξωτό, βυσσινί ή μενεξεδί ή πράσινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ὁλόβηρος «πορφυρό βάμμα»] … Dictionary of Greek